Στον κήπο μου, πάνω στο βασιλικό, κάθισε μια κατακόκκινη φουσκωτή πασχαλίτσα. Την έπιασα απαλά στο χέρι μου και την κοίταξα με προσοχή. Ξαφνικά αυτή μου είπε : -Πες μου δασκάλα για την άνοιξη. Πες μου Δασκάλα για το Πάσχα. Κι εγώ της είπα: -Βλέπεις μικρή μου πασχαλίτσα τα λουλούδια που άνθισαν; Βλέπεις τα πουλιά που τραγουδούν χαρούμενα; Βλέπεις τον τρελούτσικο ήλιο; ‘Όλη η φύση χαίρεται και ομορφαίνει γιατί την άνοιξη ανασταίνεται ο Χριστούλης. Ζωντανεύει ξανά και μπαίνει μες τα σπίτια μας και μέσα στην καρδιά μας. Τότε χαιρόμαστε κι εμείς οι άνθρωποι. Χαιρόμαστε τόσο πολύ που βάφουμε τα αυγά κόκκινα, κι ανάβουμε λαμπάδες και χορεύουμε και τραγουδάμε. Βγαίνουν και τα παιδιά στους δρόμους και παίζουν και γελούν. Και ρώτησε η Πασχαλίτσα: -Γιατί δασκάλα φέτος τα παιδάκια δε βγαίνουν έξω να παίξουν; -Γιατί φέτος είναι ένα Πάσχα αλλιώτικο από τα άλλα. Μας ήρθε από μακριά ένας τόσος δα επισκέπτης. Ένας ιός που φορά κορώνα κι έχει ένα μουστάκι τσιγκελωτό και τριγυρνάει μέσα στις πόλεις και φωνάζει να μπουν όλοι στα σπίτια τους. Έτσι τα μικρά παιδάκια δεν μπορούν να βγουν. Κάθονται και παίζουν στο μπαλκόνι και στον κήπο τους. -Μα φέτος δεν θα γίνει το Πάσχα; -Το Πάσχα μικρή μου Πασχαλίτσα θα γίνει, γιατί ο Χριστούλης μας γεννιέται και μεγαλώνει και ανασταίνεται μέσα στις καρδιές μας. Εμείς, δε φοβόμαστε τον κύριο Κορωνοϊό! Μόνο τον προσέχουμε για να μην μπει στο σπίτι μας. Γι αυτό μικρή μου μην φοβάσαι. Τα παιδάκια θα γιορτάσουνε το Πάσχα με τη μαμά, τον μπαμπά και τα αδελφάκια τους και μόλις φύγει ο κύριος Κορωνοϊός θα έρθουν στο σχολείο όπου εκεί θα τα περιμένω εγώ για να τους μάθω τραγούδια και παιχνίδια και όλα τα σπουδαία πράγματα. Έτσι είπα στη μικρή πασχαλίτσα. Έπειτα σήκωσα την παλάμη μου και την φύσηξα απαλά. Εκείνη άνοιξε τα κόκκινα φτεράκια της κι άρχισε να πετά μα προτού φύγει μακριά μου φώναξε: -Χριστός Ανέστη δασκάλα ! Θα τα πούμε στο σχολείοοοοοοοοοοο!!!